ατράβηχτος

ατράβηχτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν τραβήχτηκε ή δεν μπορεί να τραβηχτεί
2. που δεν σύρθηκε στην ξηρά, που δεν ανελκύστηκε
3. που δεν αντλήθηκε ή δεν καταναλώθηκε
4. (βάσανα) που δεν τράβηξε κάποιος, που δεν υπέφερε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ατράβηχτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε μετατοπίστηκε ή δεν μπορεί να μετατοπιστεί: Ήταν χειμώνας κι η βάρκα δεν έπρεπε να μείνει ατράβηχτη. 2. αυτός που δεν αντλήθηκε: Είχαν ατράβηχτα τα νερά που έμπαιναν στο καΐκι. 3. αυτός που δεν αποσύρθηκε: Είχε ακόμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”